- κυριεύει
- κῡριεύει , κυριεύωto be lordpres ind mp 2nd sgκῡριεύει , κυριεύωto be lordpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Mermaid — For other uses, see Mermaid (disambiguation). Mermaid A Mermaid by John William Waterhouse Mythology World mythology Grouping Mythological S … Wikipedia
Thessalonike of Macedon — Thessalonike ( el. Θεσσαλονίκη) (342 295 BC) was a Greek princess, the daughter of Macedonian king Philip II of Macedon, by his Thessalian [Pausanias, Description of Greece , [http://www.perseus.tufts.edu/cgi bin/ptext?lookup=Paus.+8.7.7 viii… … Wikipedia
одолѣвати — ОДОЛѢВА|ТИ (16), Ю, ѤТЬ гл. Одолевать, побеждать: Гл҃ють ˫ако живеть съ чл҃овѣкомь… сотона. и по всемѹ. ѡдолѣваѥть ѥмѹ (κυριεύει) КР 1284, 368б; одолѣвае(т) дв҃а побѣжае(т)сѧ бѣсъ. (νικᾴ) ГБ к. XIV, 197г; молѧщю бо сѧ моисѣеви и ѡдолѣваху людье… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εκπλήσσω — και εκπλήττω (AM ἐκπλήσσω και ἐκπλήττω Α και ἐκπλήγνυμι) Ι. προκαλώ έκπληξη, ισχυρότατη εντύπωση, θαυμασμό ή φόβο μσν. φρ. «δειλία ἐκπλήττει» δειλία καταλαμβάνει, κυριεύει αρχ. 1. χτυπώ και απωθώ 2. προξενώ ισχυρή επιθυμία II. (μτχ. παθ. παρακμ.) … Dictionary of Greek
ελέπολις — Πολιορκητική μηχανή που επινόησε πρώτος ο Δημήτριος ο Πολιορκητής (τέλη 4ου αι. π.Χ.) και χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τους Ρωμαίους, τους Βυζαντινούς, τους Άραβες κ.ά. Απαρτιζόταν από έναν πολυώροφο ξύλινο πύργο τετραγωνικής κάτοψης, με ύψος… … Dictionary of Greek
εύα — I Βιβλικό πρόσωπο. Το όνομα της πρώτης γυναίκας και μητέρα ολόκληρου του ανθρώπινου γένους, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Γεν. γ’, 20). Ο Αδάμ, όταν πλάστηκε από τον Θεό και εγκαταστάθηκε στον επίγειο παράδεισο, ήταν μόνος. Βλέποντας ο θεός ότι… … Dictionary of Greek
ιλιγγιώ — (ΑΜ ἰλιγγιῶ, άω) ζαλίζομαι, μέ πιάνει ίλιγγος (νεοελλ. μσν.) μτφ. α) τρομάζω να σκεφθώ κάτι, με κυριεύει ίλιγγος όταν τό σκέπτομαι β) μένω έκπληκτος, καταπλήσσομαι* μσν. φρ. «χαλεπῶς ἰλιγγιῶ» αισθάνομαι άσχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλιγγος + κατάλ. ιῶ,… … Dictionary of Greek
καστροτρυπητής — καστροτρυπητής, ὁ (Α) αυτός που «τρυπά», δηλ. κυριεύει το κάστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρον + τρυπητής (< τρυπῶ] … Dictionary of Greek
καταληπτός — ή, ό (AM καταληπτός, ή, όν) [καταλαμβάνω] αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει, κατανοητός, αντιληπτός αρχ. 1. αυτός που έχει συλληφθεί 2. αυτός που μπορεί να συλληφθεί 3. ο υποκείμενος 4. εκείνος που μπορεί να επιτευχθεί 5. ο… … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek